You dont have javascript enabled! Please enable it!
navigate_before
navigate_next
mystiki_syneleusi_vostitsas andreas_lontos xartis_gegonota

Ομιλίες για τον Ανδρέα Λόντο

ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΝΤΟ

«Οι στρατηγικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις του Ανδρέα Λόντου με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Ιωάννη Καποδίστρια, και τον Βασιλιά Όθωνα»*

Ο Ανδρέας Λόντος, γόνος κοτζαμπάση και μάλιστα «Μορογιάννη», όντας και ο ίδιος προεστός και «διορισμένος» διαχειριστής του καζά της Βοστίτσας (Αίγιο), ήταν ευνόητο πως θα «έχαιρε» αντιπαθείας και – τουλάχιστον – ενός βαθμού αμφισβήτησης εκ μέρους των αγωνιστών – και ιδιαίτερα του Κολοκοτρώνη.

Όμως η συμμετοχή του σε πολλές μάχες στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, που διεξήχθησαν στο Μοριά και στη Ρούμελη, και μάλιστα με δικούς του οπλισμένους στρατιώτες – που έφταναν και τους  οκτακόσιους (800) – τον ανέδειξε σε σημαντικό στρατιωτικό παράγοντα της εποχής, με αναγνώριση και τιμητικές διακρίσεις! Και πολλοί ιστορικοί τον θεωρούν καλύτερο στρατιωτικό, παρά πολιτικό.

Οι σχέσεις του Ανδρέα Λόντου με τον Κολοκοτρώνη, πότε φιλικές και πότε εχθρικές, πέρασαν από «σαράντα κύματα», κυριολεκτικά! Ωστόσο, για την πληρέστερη κατανόηση  των «αντιπαραθέσεών» τους, δέον να αναφέρουμε εν τάχει τη στρατιωτική του δράση, που είναι όντως συγκινητική.

Ο Λόντος, όντας πολιτικός, που ασκούσε διοίκηση και μάλιστα συνετή, όπως αποδεικνύουν πλήθος επιστολών συμπατριωτών του και άλλων, πιστός στις αποφάσεις της Συνέλευσης της Βοστίτσας, «περί άμεσης και μυστικής στρατολογίας», έσπευσε και δημιούργησε στρατόπεδο στο Διακοπτό, που αριθμούσε, το Μάρτιο του 1821, τετρακόσια παλληκάρια περίπου (και συντηρούσε με δικά του έξοδα), και έσπευσε στην Πάτρα, να ενωθεί με τους άλλους Πατρινούς στην πολιορκία του κάστρου, όπου μέσα είχαν ταμπουρωθεί όλοι οι τούρκοι της πόλης, αφού πρώτα ύψωσαν τη Σημαία του Λόντου (κόκκινη με μαύρο σταυρό) και κήρυξαν την Επανάσταση στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου. Η Πάτρα επομένως  αποτελούσε  το  de facto, αλλά και το de jure πεδίο δράσης του. Αλλά η Πάτρα αποτέλεσε και την «αφορμή» μόνο της αντιπαράθεσής των δύο ανδρών: Λόντου και Κολοκοτρώνη. Γιατί η αντιπαράθεση δεν ήταν «στρατιωτική», όπως φανερά εκδηλώθηκε, ήταν βαθιά  π ο λ ι τ ι κ ή – ιδεολογική, αλλά και ανταγωνιστική αντιπαράθεση μεταξύ των Αχαιών – που ήθελαν την αρχηγία όλων – και των άλλων αγωνιστών της Πελοποννήσου – και κυρίως των Αρκάδων, οι οποίοι συντάχτηκαν με τον Δημήτριο Υψηλάντη, ευθύς με τον ερχομό του, ενώ οι Αχαιοί, αφού δημιούργησαν το «Αχαϊκό Κόμμα» ( η τριανδρία Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ανδρέας Ζαΐμης και Ανδρέας Λόντος), προσεταιρίστηκαν τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ευθύς με την άφιξή του στο Μεσολόγγι.

Ο Κολοκοτρώνης δε, δεν είχε σε υπόληψη τους Φαναριώτες και δη τον Μαυροκορδάτο, κυρίως για το «ισχνό» του παρουσιαστικού του. Έτσι λοιπόν, όταν ο Κολοκοτρώνης, μετά την κατάληψη της Τρίπολης, βλέποντας ότι οι Αχαιοί δεν μπορούσαν να ελευθερώσουν μόνοι τους την Πάτρα – κομβικό σημείο για την ασφάλεια όλης της Πελοποννήσου – ενώ ο Γιουσούφ πασάς έφτανε οσονούπω στην Πάτρα με 3000 στρατό, προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει με το δικό του στράτευμα. Μα οι Αχαιοί κατάφεραν και ματαίωσαν την άφιξή του. Και τη ματαίωση αυτή, ο Κολοκοτρώνης τη χρέωσε στον Ανδρέα Λόντο. Όμως το Μάρτη του 1822 ο Κολοκοτρώνης αψηφώντας τις αντιδράσεις πολιορκεί την Πάτρα, ενώ οι τούρκοι προσβάλλουν τα Σελλά, το στρατόπεδο του Λόντου. Εδώ, στην Πάτρα σ υ ν α ν τ ώ ν τ α ι  Λόντος και Κολοκοτρώνης και πετυχαίνουν λαμπρή νίκη, στην περίφημη μάχη του Γηροκομείου.

Μα και τη δεύτερη φορά, που ο Κολοκοτρώνης θέλησε να συνδράμει στην εξόντωση των 2500 περίπου υπολειμμάτων της αποδεκατισμένης από τον ίδιο στα Δερβενάκια, στρατιάς του Δράμαλη, στην Ακράτα, πάλι οι Αχαιοί δεν τον δέχτηκαν. Και ήταν η δεύτερη αντιπαράθεση, πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος, που όξυνε στα άκρα τις σχέσεις των δύο αγωνιστών!

Το φθινόπωρο του 1822 ο Λόντος σπεύδει προς βοήθεια του Μεσολογγίου, που επολιορκείτο από δύο πασάδες (τον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη). Αγωνίστηκε στη μάχη της Γαβαλούς, αλλά ηττήθηκε. Κατορθώνει όμως να μπει στο Μεσολόγγι και μάχεται πλάι στο Μάρκο Μπότσαρη, αλλά η πολιορκία της πόλης λύεται. Επανέρχεται στη Βοστίτσα και μάχεται – μαζί με άλλους Αχαιούς – εναντίον των υπολειμμάτων της στρατιάς του Δράμαλη στην Ακράτα (2500 τούρκοι στρατιώτες εξολοθρεύτηκαν τότε). Τότε η φήμη του, ως μεγάλου ήρωα, απλώνεται  παντού και σύσσωμη η Κυβέρνηση (Βουλευτικό και Εκτελεστικό) ο μ ό θ υ μ α του απονέμει το ΔΙΠΛΩΜΑ του Στρατηγού! «..Και είναι ο μοναδικός πολιτικός του Αγώνα, που κέρδισε το βαθμό του επί του πεδίου της μάχης», επισημαίνει  ο ιστορικός Αρίστος Σταυρόπουλος, στο βιβλίο του «Πορτραίτα Ηρώων».

Οπωσδήποτε ο ανταγωνισμός με τον Κολοκοτρώνη είναι εμφανής. Ο Λόντος, ένας κοτζαμπάσης πολιτικός, να επιβραβεύεται από την κυβέρνηση ως άριστος στρατιωτικός!

Και είμαστε στο 1823. Ο πρώτος εμφύλιος έχει ήδη αρχίσει: απόλυτη πενία, στρατιωτική παραλυσία παντού, έριδες και συγκρούσεις, ακόμα και ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της Δυτικής Ελλάδας. Και οι σχέσεις των δύο αγωνιστών σηματοδοτούνται και καθορίζονται και από τους δύο εμφυλίους πολέμους (του 1823 και του 1824-25). Στον πρώτο εμφύλιο είναι αντιμέτωποι, εχθροί και ο Λόντος «κυνηγά» τον Κολοκοτρώνη. Βρίσκονται δηλαδή σε πλήρη αντιπαράθεση. Ενώ ο  Β΄ εμφύλιος τους βρίσκει ενωμένους! Το 1823 ο Λόντος έχει ήδη προχωρήσει στη δημιουργία και δεύτερου στρατοπέδου στα Σελλά, επάνω στο Παναχαϊκό και βοηθάει το Μεσολόγγι, συμμετέχοντας στις γύρω μάχες, αλλά και στα Σάλωνα και στη Γαστούνη. Έτσι προστατεύει και τη Βοστίτσα και την Πάτρα. Η Προσωρινή Διοίκηση (η Κυβέρνηση δηλ.) τον επιβραβεύει και πάλι, στέλνοντάς του θερμή επιστολή: «Λόντε, η ευγένειά σου εφάνης πατριώτης και αυθόρμητος έδραμες πάντοτε, όπου σε καλεί ο κίνδυνος της πατρίδος. Ανδρίζου άριστε ανδρών και λάμπρυνον το όνομά σου και την Πελοπόννησον, ήτις σε περιμένει τροπαιοφόρον δια να σε καταστεφανώσει με την ευγνωμοσύνη της». Ο Κολοκοτρώνης εξοργίζεται με την εύνοια της Κυβέρνησης προς τον Ανδρέα Λόντο, καθώς ο αδελφός του Αναστάσης, που είναι πληρεξούσιος της Βοστίτσας, υποστηρίζει την εκλογή του Μαυροκορδάτου ως Προέδρου του Νομοθετικού στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους, ενώ αυτός δεν τον εκτιμά καθόλου (το φράκο και τα ματογυάλια τον καθιστούν γελοίο στα μάτια των αγωνιστών και «ο Κολοκοτρώνης αισθάνεται ακατάσχετον την όρεξιν να ρίψει φλοιούς λεμονίων κατά της ευρωπαϊκής αυτού ενδυμασίας», αναφέρει ο Μέντελσον Βαρθόλδυ). Και είναι αλήθεια. Η εμφάνιση του Μαυροκορδάτου στην πολιτική σκηνή ταράζει τα νερά και τις ισορροπίες. «Σου λέγω να μην καθίσεις πρόεδρος, διότι έρχομαι και σε διώχνω, με τη βελάδα που μας ήρθες!», φώναζε. Και ο Μαυροκορδάτος καταφεύγει στην Ύδρα, φρουρούμενος από τον Λόντο. Η διάσταση Κολοκοτρώνη και Λόντου, γίνεται χαώδης, εφ’ όσον υποστηρίζει τον Μαυροκορδάτο. Ο διχασμός πλέον είναι γεγονός! Οι βουλευτές διασκορπίζονται από τον Πάνο Κολοκοτρώνη, καταφεύγουν στο Κρανίδι  και γίνεται κυβέρνηση με τον Κουντουριώτη και τον Κωλέττη! Και μαζί της συντάσσονται σχεδόν όλοι: Νησιώτες, Ρουμελιώτες, ακόμα και ο Παπαφλέσσας!  Η παλαιά Διοίκηση με τον Κολοκοτρώνη καταφεύγει στην Τρίπολη, ενώ ο γιός του Γενναίος οχυρώνεται στον Ακροκόρινθο και ο Πάνος κατέχει το φρούριο του Ναυπλίου.

Από την Τρίπολη ο Κολοκοτρώνης στέλνει τον Προκόπιο Παπαδόπουλο στη Βοστίτσα και προτείνει στο Λόντο «ένωση» και συμβιβασμό «χάριν της πατρίδος». Ο Λόντος, ευαίσθητος και θαυμαστής του Κολοκοτρώνη θέλει, αλλά ο Ζαΐμης αντιδρά. «Την μπάμπω νύφη δεν την κάνουν και το Κολοκοτρώνη δεν θέλω για συμπέθερο», δήλωσε με νόημα (όπως γράφει ο Φωτάκος).

Και ο Λόντος, νομοταγής, ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της κυβέρνησης, να εκστρατεύσει εναντίον των αποστατών Κολοκοτρωναίων: πρώτα εναντίον του Γενναίου Κολοκοτρώνη στον Ακροκόρινθο και στη συνέχεια στην Τρίπολη, εναντίον του ίδιου του Κολοκοτρώνη! Και πετυχαίνει, με συμβιβασμό, να αποχωρήσει ο Γενναίος από τον Ακροκόρινθο, χωρίς να χυθεί αδελφικό αίμα! Την Τρίπολη την πολιορκεί, αλλά ο Νικηταράς που τον αντικρούει δεν θέλει να χυθεί αδελφικό αίμα («Φρίκη τον καταλαμβάνει συλλογιζόμενον ότι θα χυθεί αίμα αδελφικόν», γράφει ο Σπηλιάδης). Έτσι, ο Λόντος κατάφερε τον συμβιβασμό Κολοκοτρώνη και κυβέρνησης, ενώ έπεισε και τον Πάνο να παραδώσει το φρούριο του Ναυπλίου. Και τελειώνει ο πρώτος εμφύλιος χάρη στη σωφροσύνη και τη διαλλακτικότητα του Ανδρέα Λόντου. Και η κυβέρνηση αναγνωρίζει τις σπουδαίες υπηρεσίες του και τον ευχαριστεί με ένα επίσημο έγγραφο «Η Βουλή των Ελλήνων χάριτας μεγίστας οφείλει τω στρατηγώ Λόντω, λαμπρώς υπέρ της στερεώσεως των νόμων αγωνησαμένω» (Αρχείο Λόντου).

Κι’ αν στον πρώτο εμφύλιο ο Λόντος ήταν εναντίον του Κολοκοτρώνη, ο Β’ εμφύλιος αλλά και η φήμη της εκστρατείας του Ιμπραήμ κατά της Πελοποννήσου τους ενώνει. Αλλά και ο Κολοκοτρώνης εκτιμά τον Λόντο και του εκφράζει με επιστολή την αγάπη του, καθώς η κυβέρνηση τον διορίζει Γενικό Αρχηγό και Διευθυντή του Στρατοπέδου των Πατρών, όπου συγκεντρώνει τις δυνάμεις όλων των στρατηγών, για να αντιμετωπίσουν τον αναμενόμενο εχθρό. Η σύμπραξη Κωλέττη – Κουντουριώτη – νησιωτών και Ρουμελιωτών και η κατασπατάληση του β΄ δανείου, εξοργίζουν και τους δύο. Και συνασπίζονται εναντίον της κυβέρνησης, ζητώντας άμεση σύγκληση Εθνοσυνέλευσης. Ο εμφύλιος αρχίζει. Στρατεύματα στερεοελλαδιτών με τον Κωλλέτη εισβάλλουν στην Αχαΐα, μπαίνουν στη Βοστίτσα, στα Καλάβρυτα, καίουν, λεηλατούν, σκοτώνουν. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίζεται… Και μόνο, μετά την επέλαση του Ιμπραήμ και τη μεσολάβηση του Λόντου μεταξύ του Μαυροκορδάτου, του Κουντουριώτη και του Κολοκοτρώνη, επέρχεται – επιτέλους – η συμφιλίωση! Και εν μέσω των επιδρομών του Ιμπραήμ, βρίσκονται όλοι οι πληρεξούσιοι του Έθνους στο Άργος, όπου παρίσταται και ο Κολοκοτρώνης, και συγκαλούν Εθνική Συνέλευση!

Πρόκειται για τη Συνέλευση που χρόνια ζητούσε επίμονα ο Λόντος, στη δίνη του εμφυλίου πολέμου. Εκεί ανακηρύσσεται  φ ρ ο ύ ρ α ρ χ ο ς , ενώ πρόεδρος ο Νοταράς, φίλος, συγγενής και συναγωνιστής του. Στις Επιτροπές – τριμελή και 13μελή – διορίζονται οι  Ζαΐμης, Π.Π.Γερμανός και Αναστάσης Λόντος. Έτσι, το Αχαϊκό κόμμα – αυτό που θέλησε να κυβερνήσει από την αρχή του Αγώνα, συσταίνοντας το «Αχαϊκό Διευθυντήριο» ή αλλιώς «Αριστοκρατικό κόμμα» με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο, ανασυγκροτείται πάλι. Και από τότε, από την αρχή της Επανάστασης, κρατάει η «κόντρα» ανάμεσα στους Αχαιούς και τους Αρκάδες, δηλ. ανάμεσα στον Κολοκοτρώνη και τον Ανδρέα Λόντο. Και σ΄αυτή τη Συνέλευση, επειδή ο Κολοκοτρώνης παραγκωνίζεται και διαφωνεί με τον αιώνιο εχθρό του τον Ζαΐμη, δημιουργούνται πάλι δύο αρχές: η μία στην Αίγινα με τους κυβερνητικούς και μία  «παρασυναγωγή» που συγκεντρώνει όμως την πλειοψηφία, με τον Κολοκοτρώνη, στην Ερμιόνη. Αλλά ο Γ΄ εμφύλιος αποφεύγεται με την επέμβαση του Άγγλου ναυάρχου Χάμιλτον. Και έτσι, ενωμένοι πλέον, αποφασίζουν και ψηφίζουν τον Καποδίστρια, Κυβερνήτη της Ελλάδος για επτά χρόνια, που τον υποστηρίζει με ενθουσιασμό ο Λόντος.

 

Οι  σχέσεις με τον Καποδίστρια

Οι αρετές του Καποδίστρια είναι αδιαμφισβήτητες: Απόλυτη προσωπική εντιμότητα, μεγάλος πατριωτισμός, ακέραιος, τίμιος και ηθικός όσο κανείς, διπλωμάτης άριστος με σπάνιες ικανότητες, φιλόπατρης, γενναιόψυχος, πολύ μορφωμένος.

Οι Έλληνες τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό, ως Σωτήρα του Έθνους. Όμως, γρήγορα η διακυβέρνησή του απογοήτευσε, ίσως και τρόμαξε! Πολύ αυταρχική για τις ελπίδες και τα όνειρα που έτρεφαν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες για ελευθερία και Δημοκρατία, και μέσα σε αυτούς και ο  Ανδρέας Λόντος. Βαθιά δημοκρατικός και φιλελεύθερος, καίτοι προεστός. Αλλά και ο Καποδίστριας δεν συμπαθούσε την παλιά άρχουσα τάξη, τους κοτζαμπάσηδες και τους προεστούς, οι οποίοι – ούτως ή άλλως – τον έβλεπαν ως ανταγωνιστή στην εξουσία. Μα δεν είχε καλή γνώμη ούτε για τους Αγωνιστές.

Ήταν λοιπόν προδιαγεγραμμένο ότι με τον Λόντο δεν θα τα πήγαιναν καλά. Τους Φαναριώτες αποκαλούσε «αγγεία του Σατανά». Και ο Λόντος μαζί με τον Μελετόπουλο και τον Λέοντα Μεσσηνέζη, αναγκάστηκε να στείλει επιστολή διαμαρτυρίας για την ιδιάζουσα απρεπή συμπεριφορά των φανατικών υποστηρικτών του απέναντί τους. Τα πράγματα βέβαια παρεκτράπησαν πολύ στην Δ’ Εθνοσυνέλευση, καθώς καταργήθηκε ουσιαστικά το Βουλευτικό, και κυβερνούσε το  Π Α Ν Ε Λ Λ Η Ν Ι Ο και ο Καποδίστριας. Έτσι, ο Λόντος αποτραβήχτηκε στη Βοστίτσα, αφού ο κυβερνήτης δεν τον χρησιμοποίησε πουθενά.

Και είναι τραγικά ειρωνικό να αναφέρουμε, ότι στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση ο Λόντος υποστήριξε με πάθος την υποψηφιότητα του Καποδίστρια για Κυβερνήτη της Ελλάδος, όπως βέβαια και ο αδελφός του Αναστάσιος. Όμως αναγκάζεται να δράσει εναντίον του, καθώς γενικεύονται οι αντιδράσεις, αφ’ ότου  απαγορεύει την κυκλοφορία αντιπολιτευόμενων εφημερίδων και ελέγχει απόλυτα τον τύπο. Και μαζί με τον Ζαϊμη, τον πατρινό Μπενιζέλο Ρούφο, τον Κουντουριώτη και τον Μαυροκορδάτο πηγαίνουν στην Ύδρα, ενώνονται με τους Υδραίους και αρχίζουν αγώνα ανατροπής του. Και έτσι, στις αρχές  του Σεπτεμβρίου του 1831 έχει γενικευτεί η πολεμική εναντίον του Καποδίστρια. Βέβαια κανείς τους, και ιδίως ο Λόντος, δεν περίμεναν ότι η κατάσταση θα έφτανε στο τραγικό αποτέλεσμα της δολοφονίας του, λίγες μέρες αργότερα. Και αυτός και ο Ζαΐμης μετάνιωσαν πικρά για το «μένος» της επιθετικής τους εκστρατείας. Ο Λόντος έλαβε μέρος στη συνομωσία εναντίον του Καποδίστρια, αλλά όχι στη δολοφονία του και διαμαρτύρεται έντονα για το φόνο του Κυβερνήτη. Και αυτό το επιβεβαίωσε με αυτά τα λόγια: «Είμαι  αθώος από του αίματος του Δικαίου τούτου» (και αυτό το αναφέρουν και ο Ν. Δραγούμης και ο βιογράφος του Αγαπητός).

 

«Οι Σχέσεις του Ανδρέα Λόντου με τον βασιλέα Όθωνα»

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια επικρατεί παντού μεγάλη αναρχία, όπως ήταν φυσικό. Ο Λόντος αποσύρεται, πικραμένος και αηδιασμένος, ιδιαίτερα με τις πολιτικές ακολασίες του Κωλέττη. Και έρχεται η Αντιβασιλεία. Συνέχεια της α υ τ α ρ χ ι κ ή ς  διακυβέρνησης του Καποδίστρια: περιορισμός της ελευθεροτυπίας – κλείνουν οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες «Ήλιος» και «Χρόνος», οι φόροι είναι βαρείς και η είσπραξή τους βίαιη κλπ. Όλοι οι αγωνιστές παραγκωνίζονται. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίζεται, επακολουθεί η ιστορική και πολύκροτη δίκη του. Εκτοπίζονται σπουδαίοι πολιτικοί άνδρες: ο Τρικούπης και ο Μαυροκορδάτος φεύγουν πρέσβεις στο Λονδίνο και την Κωνσταντινούπολη αντιστοίχως. Ο Ζαΐμης και ο Λόντος  αχρησιμοποίητοι, στο περιθώριο.

Όλοι περιμένουν την ενηλικίωση του βασιλέως. Και έρχεται ο  Ό Θ Ω Ν  το 1835, ενήλικας πλέον!

Και αν οι σχέσεις του Λόντου με τον Κολοκοτρώνη υπήρξαν «πολυκύμαντες», οι σχέσεις με τον βασιλέα υπήρξαν σχεδόν εχθρικές, αν και ο Λόντος ευελπιστούσε ότι θα βελτιωθούν τα πράγματα «διότι δεν δύνανται να χειροτερεύσουν», όπως υποστήριζε. Αλλά και ο Όθων αδιαφορεί γι’ αυτόν. Όμως, έχει το τακτ να τον διορίσει Συνταγματάρχην ακόλουθον του στρατού και Στρατιωτικόν Επιθεωρητήν. Αναγνωρίζοντας όμως τις υπηρεσίες του στον Αγώνα του απονέμει το παράσημο του ανώτερου Ταξιάρχη. Ο Λόντος δεν είναι ικανοποιημένος, νιώθει πληγωμένη τη φιλοτιμία του, γιατί υποβιβάστηκε από Στρατηγός σε Συνταγματάρχη.

Ο Βασιλεύς θέλει να κυβερνά, πιστεύοντας ότι η προσωπική του παρέμβαση θα ηρεμούσε τα πράγματα, που όλο και μεγάλωναν τις πικρίες και τις αντιδράσεις. Αναμειγνύεται στη διοίκηση, προεδρεύει στα υπουργικά Συμβούλια, γνωμοδοτεί στους διορισμούς. Οι πολιτικοί είναι χωρισμένοι: θέλουν Σύνταγμα, άλλοι τώρα και άλλοι αργότερα. Ο Κωλέττης διαφεντεύει στην πολιτική κονίστρα, ο Μαυροκορδάτος επανέρχεται, αλλά αναγκάζεται σε παραίτηση. Ο θρόνος κλυδωνίζεται. Ο Λόντος, ανήκων στο Αγγλικό κόμμα και φιλελεύθερος, νιώθει ότι πρέπει να επέμβει και διατυπώνει την άποψη «ένα Σύνταγμα φιλελεύθερο θα έσωζε τη χώρα». Και σύντομα αναλαμβάνει δράση, συμπράττοντας με τον Ανδρέα Μεταξά (πολιτικοστρατιωτικοί και οι δύο), τον Καλαβρυτινό Κωνστ. Ζωγράφο και στη συνέχεια με τον Στρατηγό Μακρυγιάννη και τον συνταγματάρχη Δημ. Καλλέργη και οργανώνουν την γνωστή «αναίμακτη» ανταρσία – επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, η οποία και έδωσε το Σύνταγμα του 1844. Οι σχέσεις με τον Όθωνα εξομαλύνονται, γίνεται υπουργός Στρατιωτικών, πρόεδρος, αντιπρόεδρος Συνελεύσεων. Ο Όθων του απονέμει και Τιμητικό Δίπλωμα – με παράσημο – για τη συμμετοχή του στη διαδικασία παραχώρησης Συντάγματος. Όμως με τον Κωλέττη, που εν τω μεταξύ έχει αναρριχηθεί στην εξουσία – είναι πρωθυπουργός – δεν τα πάει καλά. Γρήγορα λοιπόν παραγκωνίζεται, ευρισκόμενος και στην έσχατη πενία. Δεν αντέχει αυτόν τον εξευτελισμό, όπως γράφει στον αδελφό του τον Αναστάση, λίγες μόνο μέρες πριν, και προβαίνει στην αποτρόπαια αυτοχειρία (στις 24 Σεπτεμβρίου 1846). Ο Κωλέττης τον κυνηγά και πεθαμένο. Δεν επιτρέπει τη θρησκευτική ταφή του. Ο νεκρός του ταλαιπωρείται επί ένα και πλέον μήνα, στο σπίτι του αδελφού του στην Κηφισιά, ο οποίος προσπαθεί να βρει τρόπο να τον θάψει, να τον μεταφέρει στο Αίγιο, την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ενώ οι εφημερίδες των Αθηνών δημοσιεύουν μακροσκελή άρθρα για τον μεγάλο ήρωα Ανδρέα Λόντο και την αδικαιολόγητη μεταθανάτια ταλαιπωρία του.

Και για την  Ιστορία: ο Αναστάσης τον φέρνει με ατμόπλοιο στο Αίγιο, τον κρύβει – πρόχειρα ταριχευμένο – στο υπόγειο του σπιτιού του και τον θάβει εκεί, τοποθετώντας μία καλαίσθητη μαρμάρινη επιτάφια πλάκα με τα χαρακτηριστικά στεφάνια που περιλαμβάνουν τις δύο σημαντικές ιστορικές του στιγμές: την 21η Μαρτίου 1821 και την 3η Σεπτεμβρίου 1843. Εκεί, μένει ο νεκρός του Λόντου μέχρι το 1851, οπότε και μεταφέρονται τα οστά του στον προαύλιο χώρο του Μητροπολιτικού Ναού Φανερωμένης Αιγίου και θάβονται εκεί. Και μόλις πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2019, μεταφέρθηκαν τα οστά του στον προαύλιο χώρο  του Δημοτικού Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου Αιγίου, ετάφησαν κανονικά, πλάι στο μνημείο της ανάγλυφης μορφής του. Σημειωτέον, ότι το Μουσείο είναι και το σπίτι του αδελφού του, όπου ετάφη πρόχειρα πριν 173 χρόνια.

* Βάνα Μπεντεβή, Εισήγηση στο Όγδοο Διεθνές Συνέδριο της Ιεράς Συνόδου, Οκτώβριος 2018

Μετάβαση στο περιεχόμενο