Ιστορικά Γεγονότα
Η Επανάσταση του 1821, γεγονός ύψιστης σημασίας για την Εθνική μας Ανεξαρτησία και την Εθνική μας Ιστορία, δεν συνέβη ως “κεραυνός εν αιθρία”, αλλά προετοιμάστηκε από τις φιλελεύθερες ιδέες που κυκλοφορούσαν τότε, όσο και από σειρά “προεπαναστατικών” γεγονότων. Η Μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας, που συνήλθε στα τέλη Ιανουαρίου 1821, αποτελεί το τελευταίο προεπαναστατικό γεγονός και ταυτόχρονα το πρώτο επαναστατικό, καθώς σήμανε “την απαρχή των επαναστατικών διαδικασιών”. Γι’ αυτό και η ιστορική της σημασία είναι μεγάλη.
Διαβάστε Περισσότερα
Το Πρώτο Τουφεκίδι στο Αγρίδι
(14 Μάρτιου 1821)
Ο Νικόλαος Σολιώτης, παρ’ ότι δεν συμμετείχε στη Συνέλευση της Βοστίτσας, συναντήθηκε με τον Παπαφλέσσα, κατ’ εντολήν του οποίου, έδρασε τον Μάρτη του 1821. Ο Παπαφλέσσας ήθελε να δημιουργήσει επαναστατικό κλίμα ενωρίς και συμβούλεψε το Νικόλαο Σολιώτη να επιτεθεί εναντίον τούρκων εισπρακτόρων. Στις 14 Μαρτίου 1821 σε ενέδρα στη θέση Πόρτες Αγριδίου της Νωνάκριδας (Ανατολική Αιγιάλεια), ο Νικόλαος Σολιώτης με λίγα παλληκάρια του, χτύπησαν τούρκους εισπράκτορες που έρχονταν από την Τρίπολη. Και σκότωσαν τρεις. Αυτό το γεγονός θεωρείται το πρώτο πολεμικό γεγονός της Επανάστασης. Ενώ στις 16 Μαρτίου 1821 σε μια κοντινή θέση, πάλι ο Νικόλαος Σολιώτης, έστησε ενέδρα σε τούρκους εισπράκτορες που πήγαιναν στην Τρίπολη και σκότωσε εικοσιοκτώ.
Η Απελευθέρωση του Αιγίου (21 Μάρτιου 1821)
Από τις αρχές Μαρτίου, είχαν αρχίσει επαναστατικά επεισόδια στην Πάτρα και στην ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας, ανάμεσα σε τούρκους και έλληνες. Γι’ αυτό και οι τούρκοι, φοβισμένοι, έτρεχαν να φύγουν όπως – όπως. Συγκεκριμένα, οι τούρκοι της Πάτρας εισέρρεαν με τα υπάρχοντά τους και τις οικογένειές τους στο Κάστρο. Ενώ στο Αίγιο, προσπάθησαν να φύγουν προς τη Φωκίδα. Και οι Αιγιείς τους βοήθησαν σε αυτό, παρέχοντάς τους βάρκες και μικρά πλοιάρια. Στις 20 Μαρτίου, οι τούρκοι του Αιγίου, καθώς ήσαν πολύ λίγοι (τριάντα περίπου οικογένειες), είχαν φύγει και το Αίγιο ήταν πλέον ελεύθερο. Ο Ανδρέας Λόντος – έχοντας ήδη σχηματίσει αξιόλογο στρατόπεδο στο Διακοπτό – έσπευσε σε βοήθεια των Πατρέων μετά από πρόσκληση του Παλαιών Πατρών Γερμανού, με περίπου τετρακόσιους ενόπλους και την αυτοσχέδια σημαία (κόκκινη με μαύρο σταυρό στη μέση). Έτσι, το Αίγιο θεωρείται ως η πρώτη πόλη που ελευθερώθηκε.
Κάψιμο της Βοστίτσας (7 Απριλίου 1821) - Η μάχη της Βόβοδας (17 Απριλίου 1821)
Στις αρχές του Απρίλη του 1821, ο Κεχαγιάμπεης μην μπορώντας να προσφέρει βοήθεια στους έγκλειστους τούρκους στο κάστρο της Πάτρας, άλλαξε πορεία προς την Τρίπολη, περνώντας από το Αίγιο όπου κατέκαυσε την πόλη, καθώς ήταν έρημη, γιατί οι κάτοικοι είχαν κρυφτεί προς το βουνό. Αναζητώντας ο Κεχαγιάμπεης τους Βοστιτσάνους που είχαν καταφύγει στις σπηλιές και στο μοναστήρι των Ταξιαρχών, έφτασε στην περιοχή του Μαυρικίου (Βόβοδα), όπου εκεί επετέθησαν Αγωνιστές του Ανδρέα Ζαΐμη, αλλά φοβηθέντες ελιποτάκτησαν, ενώ ο Ζαΐμης κινδύνεψε σοβαρά. Η Βοστίτσα έμεινε “απροστάτευτη” και ο Μουσταφάμπεης, αντί να πάει προς την Πάτρα, ήρθε προς την Βοστίτσα, που την κατεπυρπόλησε, πήρε δε πολλά τρόφιμα, λεηλατώντας όλα τα σπίτια. Κάλεσε και τους Βοστιτσάνους, που είχαν κρυφτεί στις σπηλιές πάνω στη Μπουφούσκια να προσκυνήσουν! Κανείς δεν εμφανίστηκε να τον εμποδίσει! Και έφτασε στη Βόβοδα, όπου τον περίμενε ο Α. Ζαΐμης, και εκεί έγινε μάχη, που κατέληξε σε άγριο κυνηγητό των στρατιωτών του Ζαΐμη.
Σ’ αυτή τη μάχη που όλες οι πηγές αναφέρουν για την “ιδιάζουσα βαρβαρότητα” των τούρκων, σουβλίστηκαν 200 μαχητές, κάηκαν ζωντανοί, κακοποιήθηκαν γυναίκες, ξεσκίστηκαν εγκυμονούσες, κρεμάστηκαν στα κλαριά μέλη ανδρών…
Η Μάχη στον Αχλαδιά (17 Απριλίου 1821)
Μετά τη μάχη στη Βόβοδα, ο Μουσταφάμπεης προτίμησε το σύντομο αλλά δύσβατο δρόμο, μέσα από τα Καλάβρυτα, γιατί βιαζόταν να φθάσει στην Τρίπολη για να προστατεύσει το χαρέμι του Χουρσίτ και τους θησαυρούς του. Ανεβαίνοντας, όμως, στον Αχλαδιά συνάντησε νέα αντίσταση από διάφορα επαναστατικά σώματα της περιοχής. Αναγκάστηκε έτσι, να ματαιώσει το σχέδιό του και να γυρίσει στη Βοστίτσα. Φεύγοντας δε, λεηλάτησε τον Αχλαδιά και έκαψε το χωριό ολοσχερώς. Τελικά, αντί να επιστρέψει στη Βοστίτσα, από φόβο, έστριψε προς την Κορινθία. Οι απώλειες που είχαν οι έλληνες σ’ αυτές τις δυο ενέδρες ήσαν 5 νεκροί, ενώ ο Παντελής Αγγελόπουλος πιάστηκε αιχμάλωτος και πέθανε με φρικτό θάνατο (σουβλίστηκε ζωντανός).
2ο Kάψιμο της Βοστίτσας (7 Σεπτεμβρίου 1821)
Όλη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1821, οι τούρκοι της Πάτρας, οχυρωμένοι μέσα στο Κάστρο, έβγαιναν και λεηλατούσαν την πόλη και την περιοχή όλη, καθώς δεν αντιμετώπιζαν σθεναρή αντίσταση από πουθενά, ενώ συνεχώς τους ενίσχυαν οι τούρκοι πασάδες από την Ρούμελη, αλλά και οι τουρκαλβανοί από το Λάλα. Έτσι, στις 6 Σεπτεμβρίου, με τουρκικά καράβια έφτασαν στην Πάτρα και στη συνέχεια ήρθαν στην Βοστίτσα, όπου λεηλάτησαν σπίτια και μαγαζιά και έκαψαν όλη την πόλη, ολοκληρώνοντας την καταστροφή του Απρίλη του 1821, και απλώθηκαν στα γύρω χωριά.
Δέκα μέρες έμειναν εδώ οι τούρκοι λεηλατώντας και καίγοντας, ώστε αποτυπώθηκε η καταστροφή στο δημοτικό τραγούδι:
“Έκαψαν χώρες και χωριά
χωριά και βιλαέτια,
την Πάτρα την περήφανη,
Βοστίτσα παινεμένη”
Η Μάχη της Ακράτας (12 Φεβρουαρίου 1823)
Μετά τη συντριβή του στρατού του Δράμαλη στα Δερβενάκια (Δεκέμβρης 1822), 3500 στρατιώτες, “λείψανα” της μεγάλης στρατιάς του, προέλαυναν από την Κορινθία προς την Πάτρα. Στις αρχές του Φλεβάρη του 1823, ο στρατός αυτός βρισκόταν στην Ακράτα. Τότε, όμως, και ο εμφύλιος μεταξύ των ελλήνων αγωνιστών βρισκόταν σε εξέλιξη. Έτσι, οι προύχοντες Σωτ. Χαραλάμπης και Ασημάκης Ζαΐμης ήσαν έτοιμοι να “χτυπήσουν” τους Πετμεζαίους. Μόλις όμως πληροφορήθηκαν ότι τα υπολείμματα της στρατιάς του Δράμαλη οδεύουν προς την Πάτρα, άφησαν κατά μέρος την μεταξύ τους έχθρα και ενώθηκαν, αποφασίζοντας να ανακόψουν την πορεία τους, στα στενά της Ακράτας, Χάσια. Εκεί, έφτασαν από το Μεσολόγγι ο Α. Λόντος και ο Α. Ζαΐμης, αλλά και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που πήγαινε προς το Μεσολόγγι από τη Συνέλευση στο Άστρος! Και ήταν μια σπάνια ευτυχής συγκυρία, να βρεθούν τόσοι καπεταναίοι μαζί και μονιασμένοι. Περικύκλωσαν τους τούρκους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν και να παραδώσουν όλο τον οπλισμό τους.
3ο Κάψιμο της Βοστίτσας - Η Τραγωδία στο Καστράκι (4 Μαΐου 1826)
Ο Ιμπραήμ, μετά την πτώση του Μεσολογγίου (10-4-1826), πέρασε πάλι στην Πελοπόννησο. Ανέβηκε στα Καλάβρυτα και τα έκαψε. Το ίδιο έκανε και στα χωριά της Νωνάκριδας. Τέλος, έφτασε στα Κλουκινοχώρια του Χελμού, όπου είχαν “κρυφτεί” περίπου 5000 άνθρωποι, ενώ ο οπλαρχηγός Ν. Σολιώτης με τον Γκολφίνο Πετμεζά και τον Ανδρέα Καλόγρηα, προσπάθησαν να ταμπουρωθούν στην οχυρή θέση Καστράκι του Χελμού, με 400 μαχητές. Αλλά δεν πρόλαβαν να οχυρωθούν καλά, γιατί ο Ιμπραήμ το έμαθε από προδότες “προσκυνημένους” και τους επιτέθηκε νύχτα. Οι έλληνες αγωνιστές αντιστάθηκαν γενναία και σκότωσαν 80 τούρκους. Αλλά ο Αγώνας ήταν άνισος. Ο Ιμπραήμ είχε χωρίσει σε δύο μέρη τους στρατιώτες του και τους κύκλωσαν οι άλλοι μισοί από το πίσω μέρος. Έπεσαν με λύσσα πάνω στα γυναικόπαιδα που ξεχύθηκαν στα μονοπάτια να σωθούν με απελπιστικές κραυγές και βογγητά, ανάμεικτα με τουφεκιές, δημιουργώντας εικόνες βιβλικές, σκηνές της κόλασης.
Τελικά στο Καστράκι επιτελέστηκε μια τραγωδία, αφού οι νεκροί έφτασαν τους 1000, ενώ ο Ιμπραήμ αφού “περιεργάστηκε” το Μ. Σπήλαιο, πήγε στην Τρίπολη με 1000 φορτώματα τρόφιμα από τα λεηλατημένα Καλαβρυτοχώρια.
Η Μάχη στον Αη-Γιάννη τον Τσετσεβό (17 Ιουλίου 1827)
“Το Τουρκοπροσκύνημα έχει φθάσει τον Αγώνα, εις τελείαν απελπισίαν”, γράφει ο Κολοκοτρώνης στην Κυβέρνηση. Ο ίδιος “οργώνει” την Αχαΐα για να σταματήσει το κακό και στρατοπεδεύει στους Πετσάκους. Το στρατόπεδο της Βοστίτσας αναλαμβάνει να πολεμήσει τούρκους και τουρκοπροσκυνημένους. Στο μοναστήρι του Αη-Γιάννη του Τσετσεβού ήσαν κλεισμένοι 1500 Έλληνες αγωνιστές (700 Κορίνθιοι, Βοστιτσάνοι, Κουνινιώτες και άλλοι απροσκύνητοι). Στον απέναντι λόφο εστρατοπέδευσαν οι τούρκοι του Ντελή – Αχμέτ, ενισχυμένοι με τους τουρκοπροσκυνημένους του Νενέκου. Τρείς επιθέσεις με κανόνι έκανε και απέτυχαν. Τότε ο τουρκοπροσκυνημένος Γκολφίνος, τους έφερε από το πίσω μέρος, από το χωριό Τούμπα, και χτύπησαν από ψηλότερα το μοναστήρι. Σκοτώθηκαν περί τους 85 Αγωνιστές, ενώ θα μείνει στην Ιστορία, ο Κουνινιώτης Σκαρτσίλας ως “Κοτσάφτης”, καθώς τραυματίστηκε και έχασε το ένα αυτί του. Επίσης, σκοτώθηκε ο ήρωας Γεώργιος Μωραΐτης από την Κουνινά.
Η Μάχη της Καυκαριάς (27 Αυγούστου 1827)
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1827, δύο μήνες πριν τη ναυμαχία στο Ναυαρίνο, και η Επανάσταση φαίνεται να “πνέει τα λοίσθια”, καθώς ο Ιμπραήμ έχει υποτάξει όλο το Μοριά και πολλοί είναι “τουρκοπροσκυνημένοι”. Οι τουρκοπροσκυνημένοι μαζί με τα στρατεύματα εξακολουθούν να λυμαίνονται τα ορεινά της Αιγιάλειας. Αλλά οι Αιγιαλείς και Καλαβρυτινοί ανθίστανται. Οι έλληνες πολεμιστές, με συμβουλές του Κολοκοτρώνη, αποφασίζουν να επιτεθούν στον Ιμπραήμ στο λόφο της Καυκαριάς, κοντά στο χωριό Λαπαναγοί. Οι τούρκοι, με αρχηγό τον Δελή Αχμέτ και με τις οδηγίες του Νενέκου, έχοντας περίπου επτά χιλιάδες – μαζί με τουρκοπροσκυνημένους – έχουν στρατοπεδεύσει εκεί. Η αναμέτρηση κράτησε δυο μέρες. Και οι έλληνες, παίρνοντας το αίμα τους πίσω, σκότωσαν γύρω στους εξακόσιους, αναγκάζοντας τους τούρκους να υποχωρήσουν προς το Διακοπτό και τη Βοστίτσα, την οποία και πάλι λεηλάτησαν. Η μάχη της Καυκαριάς είναι η τελευταία μάχη των ελλήνων εναντίον του Ιμπραήμ – υπήρξε δε και νικηφόρα – με πρωταγωνιστή το Δημήτριο Μελετόπουλο, γι’ αυτό και η ιστορική της σημασία είναι πολύ μεγάλη, καθώς σηματοδοτεί το τέλος των επιδρομών του Ιμπραήμ στην περιοχή μας.
Κατά το έτος 1809, στις 4 Δεκεμβρίου, έφτασε στο Αίγιο ο μεγάλος Άγγλος ποιητής Λόρδος Μπάυρον, με το φίλο του και γραμματέα του Χομπ – Χάουζ, και φιλοξενήθηκαν στο αρχοντικό του Ανδρέα Λόντου (απέναντι από το σημερινό Δημαρχείο, δίπλα στον κινηματογράφο Απόλλων). Ο Μπάυρον ήταν 21 ετών, ενώ ο Λόντος 25. Τις εντυπώσεις του, από την επίσκεψή του αυτή, αποτυπώνει στο ημερολόγιό του, όπου περιγράφει το σπίτι, αλλά μιλάει με θαυμασμό και για τον Α. Λόντο: “Εγνώρισα τον Λόντον, κρύπτοντα υπό την επιφάνειαν του μείρακος, νουν πρεσβύτου και πνεύμα εξαιρέτου φιλοπατρίας, αυτός ο μικρός το δέμας, ο μέγας τη καρδία Έλλην” (Παν. Κανελλόπουλος, Λόρδος Μπάυρον, σελ.83). Η φιλία αυτή διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατο του Λόρδου Μπάυρον στο Μεσολόγγι, το 1824. Λίγο πριν το θάνατό του, ο Μπάυρον γράφει επιστολή στον Α. Λόντο, όπου τον αποκαλεί “γενναιότατο στρατηγό και καλό φίλο”. Του υπόσχεται ότι θα του στείλει όπλα. “…θέλω σας στείλει δύο κανόνια του Κάμπου, με τα ανήκοντα εφόδια, αλλ’ επιθυμώ να διευθύνετε προς τα εδώ, 12 ανθρώπους σας με δύο αξιωματικούς, δια να γυμνασθώσιν εις τα αναγκαία επί τούτω… ” (Leslie Marcyard, Λόρδου Βύρωνα επιστολές – μεταφρ. Δημ. Κούρτοβικ).
Το Δεκέμβριο του 1844, εκτιμώντας την όλη πορεία του στον Αγώνα του 1821, καθώς και την συμβολή του στην Επανάσταση της Γ’ Σεπτ. 1843, για την παραχώρηση Συντάγματος, η Γαλλική Κυβέρνηση απονέμει στον Α. Λόντο, το μεγάλο παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής. Ενώ ο Όθων του απονέμει Τιμητικόν Δίπλωμα, για την συμμετοχή του στην Επανάσταση του 1843.
Ο Ανδρέας Λόντος, κατά τα συμφωνηθέντα στη Συνέλευση της Βοστίτσας, ευθύς έσπευσε να οργανώσει – κρυφά – στρατό στα Βαλιμίτικα και στα Σελά. Έκτοτε η “περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μύριζε μπαρούτι”. Μετά δε το επεισόδιο στο Αγρίδι κοντά στο Σόλο, όπου ο Νικόλαος Σολιώτης, έστησε “καρτέρι” στους τούρκους φοροεισπράκτορες και τους σκότωσε (16 Μαρτίου 1821), και μετά την επανάσταση στην Καλαμάτα (17 Μαρτίου), η Πάτρα “έβραζε”. Οι τούρκοι μαζεύτηκαν στο φρούριο της πόλης, ενώ περίμεναν ενισχύσεις από τη Ρούμελη. Τότε, ειδοποιήθηκε ο Α. Λόντος, και ξεκίνησε με 400 παλληκάρια για την Πάτρα (21 Μαρτίου)… “Την δε επαύριον (22 Μαρτίου) οι Τούρκοι ευρέθησαν όλοι συνηγμένοι εν τη ακροπόλει, όπου διέμενον κανονιοβολούντες την πόλιν. Εν τοσούτω, οι πέριξ σημαντικοί Αχαιοί, μαθόντες τα εν Πάτραις συμβάντα, έσπευσαν να εισέλθωσι, συμπαραλαβόντες όσους εδυνήθησαν, εκ του προχείρου οπλοφόρους και πρώτος μεν εισήλθε, περί την μεσημβρίαν ο Παπαδιαμαντόπουλος, μετ’ αυτόν δε ο Λόντος υπό ερυθράν σημαίαν, ην κατασκεύασεν ως έτυχε και ως ήθελε την ώραν εκείνην, έχουσα εν τω μέσω μέλανα σταυρόν, εφ ενός μόνου προσώπου. Εξ’ αιτίας δε του χρώματος της σημαίας, οι εν τω φρουρίω τούρκοι, εξέλαβον τους εισερχομένους ως Λαλιώτας (από του Λάλα) Τούρκους, διότι ο επί του ενός προσώπου σταυρός της σημαίας, δεν εφαίνετο εκ της ακροπόλεως, τους εχαιρέτησαν δε, ως συναδέλφους των κανονιοβολούντας Τούρκους”… (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α’, κεφ. Ε’, σελ. 62)
Ο Ιμπραήμ, αφού όλο το 1826 λεηλάτησε την Αρκαδία και την Λακωνία, επέστρεψε στην Πάτρα, και την άνοιξη του 1827 βρίσκεται στην ορεινή Αχαΐα , όπου καταστρέφει, λεηλατεί και απειλεί, αναγκάζοντας πολλούς στο “τουρκοπροσκύνημα” (δήλωση υποταγής), ενώ τους χορηγούσε και… πιστοποιητικό, το “ράγι μπουγιουρντί” (συγχωροχάρτι)! Έτσι λυμαινόταν όλα τα χωριά, ενώ είχαν τουρκοπροσκυνήσει Πάτρα, Καλάβρυτα και Βοστίτσα. Ο δε Ντελή Αχμέτ, πασάς της Πάτρας προστάτευε τους προσκυνημένους, κατά διαταγή του Ιμπραήμ, με πρωτοπαλλήκαρό του τον προδότη Νενέκο. Ακόμα και στο Μέγα Σπήλαιο μπαινόβγαιναν άνθρωποι του Νενέκου, ενώ ο Ιμπραήμ σχεδίαζε το πάρσιμό του. Έτσι με 13000 στρατό και το Νενέκο με 2000 στρατοπέδευσε στα Σάλμενα, κοντά στο μοναστήρι, που το προστάτευαν – κατ’ εντολή του Κολοκοτρώνη – ο Ν. Πετμεζάς με 600 αγωνιστές, και ο υπασπιστής του Φωτάκος, καθώς και ο Κ. Μέλιος με 100 μαχητές, στη θέση “Ψηλός Σταυρός”. Και πάντα με την φροντίδα του Κολοκοτρώνη οχυρώθηκε καλά το μοναστήρι και εσωτερικά. Ο Ιμπραήμ, αφού ήρθε πιο κοντά, στην Επάνω Ζαχλωρού, κάλεσε τρείς φορές τους υπερασπιστές να …συμφιλιώσουν (να προσκυνήσουν δηλαδή). Οι καλόγεροι, βλέποντας το δισταγμό των καπεταναίων, βλέποντας τον Νενέκο να έρχεται με 3000 τούρκους και προσκυνημένους, τραβολογώντας περί τους 300 αιχμαλώτους, βλέποντας το στρατό του Ιμπραήμ να τους έχει “κλείσει” από παντού, έβγαλαν τα ράσα, φόρεσαν φουστανέλες (100 περίπου), και με μπροστάρη τον ηγούμενό τους Γεράσιμο Τορόλο, έπιασαν τη θέση “Παληάμπελο” και άρχισαν το τουφεκίδι! “Τούτο δε ιδόντες ημείς εξεροκοκκινήσαμεν, από την εντροπή μας και παρευθύς εβγήκαμεν από το μέρος της Κισσωτής, να υπάγομεν εις τον πόλεμον, που με την έφοδο του τούρκικου ταχτικού, είχε πια γενικευτεί και βάσταξε 13 ώρες…” (Φωτάκου, Απομνημονεύματα, τ. Β’, σελ. 434). Μέχρι και στα έλατα ανέβηκαν οι υπερασπιστές του μοναστηριού και πυροβολούσαν τους τούρκους και τους προσκυνημένους, με πείσμα, ώσπου τους έτρεψαν σε φυγή, και γενική υποχώρηση, προς τα Καλάβρυτα ενώ άφησαν 650 νεκρούς. Από τους έλληνες μαχητές, τραυματίστηκαν μόνο 10, αλλά έπεσε νεκρός ο καπετάνιος Κ. Μέλιος. Ο Ιμπραήμ, μετά από αυτή την πανωλεθρία που έπαθε, δεν τόλμησε να σκεφτεί πάλι το Μέγα Σπήλαιο. Η ιστορία εξύψωσε κυρίως το εθνικό φρόνημα και τη γενναιότητα των μοναχών, που έγραψαν στις σελίδες της την 24η Ιουνίου 1827, με ανεξίτηλα γράμματα.
Κατά την εποχή των επιδρομών του Ιμπραήμ στην περιοχή μας, εμφανίσθηκε το «τουρκοπροσκύνημα ». Όλη η ορεινή περιοχή της Αιγιάλειας δήλωσε υποταγή στον Ιμπραήμ. Το τουρκοπροσκύνημα είχε φθάσει «…τον Αγώνα εις τελείαν απελπισίαν…», αναφέρει ο Κολοκοτρώνης στην Κυβέρνηση. Ο ίδιος οργώνει την Αχαΐα να σταματήσει το κακό και στρατοπεδεύει στους Πετσάκους.
Το χωριό Πετσάκοι προσκύνησε ολόκληρο. Για αυτό ο Κολοκοτρώνης έσπευσε εκεί να τους πείσει να επιστρέψουν. Κατά την περίοδο αυτή, οι ιστορικές πήγες αναφέρουν ότι έφτασε στο βουνό Κολοκοτρώνη, όπου, με βροντερή φωνή, καλούσε όλους τους τουρκοπροσκυνημένους να επιστρέψουν, δίνοντας το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»
Η εμφάνιση και η δράση του Ιμπραήμ στο Μοριά, και ιδιαίτερα στην Αιγιάλεια, κατά την τελευταία “πράξη” της Επανάστασης του 1827, έχει συνδεθεί με ένα πρόσωπο, που η ιστορία μας το αναφέρει με μελανά γράμματα, τον ήρωα και προδότη Δημήτρη Νενέκο, που καταγόταν από την Ζουμπάτα, (Αρβανιτοχώρι στο πίσω μέρος του Παναχαϊκού). Ένα πρόσωπο, που ταυτίστηκε με το “τουρκοπροσκύνημα” τόσο, ώστε του αποδόθηκε η προσωνυμία του “προδότη”. Ο Δημ. Νενέκος, οπλαρχηγός, που ακολουθώντας τον Α. Λόντο, πήρε μέρος σε πολλές μάχες του Αγώνα του ’21 (Πάτρα, Ρούμελη, Μεσολόγγι κ.α.), έγινε “υπασπιστής” του Ιμπραήμ, αφού “τουρκοπροσκύνησε” και παρέσυρε σ’ αυτό πολλούς Αχαιούς. Και ως “πρωτοπαλλήκαρο” του Ιμπραήμ, καθοδηγούσε τους τούρκους στις τελευταίες μάχες του 1827 στην Αιγιάλεια (μάχη Καυκαριάς, Αη – Γιάννη Τσετσεβού, Καστράκι, Μ. Σπηλαίου κ.α.). Η προδοτική – κατά εξακολούθηση – συμπεριφορά του, εξόργισε τον Κολοκοτρώνη τόσο, ώστε διέταξε την δολοφονία του, την οποία ανέθεσε στον Θανάση Σαγιά (αντίζηλο και ορκισμένο εκδικητή του Νενέκου). Ο Ιμπραήμ περιφερόμενος κάποτε στην ορεινή Αιγιάλεια έχασε το δρόμο και αποκοιμήθηκε κάτω από ένα δέντρο, έχοντας το Νενέκο να τον φυλάει! Τότε αν ήθελε ο Νενέκος τον σκότωνε, αλλά δεν το έκανε. Ο Φωτάκος αναφερόμενος στο περιστατικό γράφει: “Ο δε Νενέκος τότε, ελάμβανεν αιχμάλωτο τον Ιμπραήμ εάν ήθελε. Μάλιστα δε εκεί πλησίον ήτο το μοναστήρι της Μακελαριάς, το οποίον ήτο απόρθητο. Πλησίον ήτο και το Μ. Σπήλαιο. Οι δε τούρκοι δεν θα εγνώριζον τι έγινεν ο αρχηγός των, αλλά ο ασυνείδητος αυτός άνθρωπος εφύλαξε την πίστη του προς τους Τούρκους. Όλα δε ταύτα τα έμαθεν ο Γενικός Αρχηγός (Κολοκοτρώνης) και αγανακτήσας ορκίσθη, παρουσία ημών, εις τον Μ. Θεόν των Ελλήνων και είπεν , ότι επιθυμεί τον φόνον του Νενέκου…”. Έτσι, ο Κολοκοτρώνης υπέγραψε διαταγή και έδωσε γραπτή άδεια στο Σαγιά να φονεύσει το Νενέκο. Ακόμα και ο Κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας, οργισμένος έγραφε στο Σαγιά “άπιστε, γιατί δεν τον σκοτώνεις που ακόμα είναι με τους τούρκους”; Έτσι αφού τον κάλεσε σε “τραπέζι” με δόλο, τον δολοφόνησαν οι Σαγιάδες, τον Ιούνιο του 1828, κοντά στο χωριό του, τη Ζουμπάτα.